ταχυγραφικός

ταχυγραφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυγραφία.
επίρρ...
ταχυγραφικώς και ταχυγραφικά Ν
με ταχυγραφία, με γρήγορη γραφή, με γρήγορο γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”